Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενόχλημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενόχλημα το [enóxlima] Ο49 : δυσάρεστο σωματικό αίσθημα (πόνος, βάρος κτλ.)· ενόχληση2: Έχω / αισθάνομαι ενοχλήματα.

[λόγ. < ελνστ. ἐνόχλημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες