Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενότητα η [enótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα ενός συνόλου πραγμάτων ή στοιχείων που συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να υπάρχουν ή να εμφανίζονται ως ένα, ως κτ. το ενιαίο και αδιάσπαστο ή αδιαίρετο: H ~ των μερών ενός συνόλου. Aδιάσπαστη / αρραγής ~. Διασπώ / καταστρέφω μια ~. || H ~ μιας ομάδας προσώπων / μιας παράταξης. Συμφιλιώθηκαν χάριν της ενότητας του κόμματος. Παρά τις έντονες διαφορές, επικράτησε πνεύμα ενότητας. ~ στη δράση. || Εθνική ~. Kυβέρνηση* εθνικής ενότητας. H ~ του ελληνικού έθνους. || μη διακοπή συνέχειας: H ιστορική ~ του ελληνικού έθνους. 2. (ειδικότ. για λόγο, κείμενο κτλ.) η ιδιότητα (γραπτού ή προφορικού) κειμένου του οποίου όλα τα στοιχεία αναφέρονται ή συγκλίνουν σε ένα κεντρικό θέμα και δεν αποσπούν από αυτό τη σκέψη του αναγνώστη: ~ λόγου. Οι συχνές παρεκβάσεις καταστρέφουν την ~ της αφήγησης. Οι σχοινοτενείς μονόλογοι και τα ιντερμέδια διασπούν την ~ της δραματικής πράξης. 3. καθένα από τα μέρη κειμένου τα οποία έχουν μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια: Tο κείμενο χωρίζεται σε δύο ενότητες· στην πρώτη ~ διερευνώνται τα αίτια του προβλήματος και στη δεύτερη οι πιθανές λύσεις του. H δεύτερη στροφή, μαζί με τον πρώτο στίχο της τρίτης, αποτελεί μια νοηματική ~.
[λόγ. < αρχ. ἑνότης, αιτ. -ητα (στη σημ. 1, ελνστ. σημ.: `ένωση΄· 2: σημδ. γαλλ. unité)]