Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενόσω [enóso] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις. 1. προσδιορίζει πράξη που συμβαίνει, διαρκεί συγχρόνως, παράλληλα με την πράξη της κύριας πρότασης· καθώς, ενώ, όσο: ~ έτρεχα, σκεφτόμουν αν άξιζε τον κόπο να τους προλάβω. ~ θα ετοιμάζεσαι, θα πεταχτώ ως το περίπτερο. 2. δηλώνει πράξη που, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη στο παρελθόν, διακόπηκε από μια άλλη· ενώ, καθώς, την ώρα που: ~ ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, με σταμάτησε η τροχαία.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν ὅσῳ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενόσω, επίρρ.· ενόσον.
-
- Όση ώρα, την ώρα που:
- (Λίβ. (Lamb.) N 198).
[<συνεκφ. εν όσῳ (αρχ.). Η λ. και σήμ.]
- Όση ώρα, την ώρα που: