Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ενωτικός, επίθ.
  • Που ενώνει, που σμίγει:
    • (Λίβ. Esc. 1855).

[μτγν. επίθ. ενωτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενωτικός -ή -ό [enotikós] Ε1 : 1.που ενώνει, που συνδέει: ~ κρίκος, συνδετικός. || που εξυπηρετεί ή έχει στόχο την ενότητα προσώπων ή δράσης: Ενωτική πολιτική / πρόταση. Ενωτικό σύνθημα. || (ως ουσ.) το ενωτικό*. 2. (ως ουσ.) ο ενωτικός, (για πρόσ.) υποστηρικτής, οπαδός ένωσης (κρατών, χωρών, θρησκευτικών δογμάτων κτλ.). ANT ανθενωτικός.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἑνωτικός· 2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες