Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενωρίς [enorís] επίρρ. χρον. : (λόγ.) νωρίς.
[λόγ. επίδρ. στο νωρίς κατά την ετυμ. του νωρίς < αρχ. φρ. ἐν ὥρᾳ `στη σωστή εποχή΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. επίδρ. στο νωρίς κατά την ετυμ. του νωρίς < αρχ. φρ. ἐν ὥρᾳ `στη σωστή εποχή΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |