Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενυπόστατος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ενυπόστατος, επίθ.
  • Που έχει υπόσταση, υπαρκτός:
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16828).

[μτγν. επίθ. ενυπόστατος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενυπόστατος -η -ο [enipóstatos] Ε5 : (λόγ.) που έχει υπόσταση, που υπάρχει πράγματι. ANT ανυπόστατος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνυπόστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες