Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενυπόγραφος -η -ο [enipóγrafos] Ε5 : (για έγγραφο, κείμενο κτλ.) που έχει την υπογραφή κάποιου, ως στοιχείο που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει την εγκυρότητα, τη γνησιότητα, την ανάληψη ευθύνης κτλ.· (πρβ. υπογεγραμμένος, επώνυμος). ANT ανυπόγραφος: Ενυπόγραφο έγγραφο / κείμενο / άρθρο. Ενυπόγραφη επιστολή / εγκύκλιος / εντολή. Ενυπόγραφη καταγγελία / μαρτυρία.
ενυπόγραφα & ενυπογράφως ΕΠIΡΡ θέτοντας υπογραφή (σε σχετικό έγγραφο): Kαταγγέλλω ~. [λόγ. < μσν. ενυπόγραφος < εν- υπογραφ(ή) -ος· λόγ. ενυπόγραφ(ος) -ως]