Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενυδρίδα η [eniδríδa] Ο26 : (ζωολ.) υδρόβιο θηλαστικό που έχει τις ίδιες αναλογίες με τη νυφίτσα και καφετιά ανθεκτική γούνα υψηλής ποιότητας.
[λόγ. < αρχ. ἐνυδρίς, αιτ. -ίδα]