Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντύπωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντύπωση η [endíposi] Ο33 : 1.(και ψυχ.) αποτέλεσμα (συναίσθημα, σκέψη) που προκαλείται στη συνείδησή μας από την αντίληψη εξωτερικού ερεθίσματος (γεγονότος, φαινομένου κτλ.), μέσο των αισθήσεων και χωρίς τη μεσολάβηση της κρίσης: Οι πρώτες εντυπώσεις. H τελευταία ~. Zωηρή / καλή / άριστη / κακή / ευχάριστη / δυσάρεστη / ελεεινή ~. Θετική / αρνητική ~. || (έκφρ.) κάνω ~, προκαλώ το ζωηρό ενδιαφέρον, την έντονη προσοχή άλλου. μου κάνει ~, μου προκαλεί το ενδιαφέρον, την προσοχή. 2. για γνώμη, κρίση, ιδέα κάπως αβέβαιη: Έχω την ~ ότι…, νομίζω, πιστεύω, μου φαίνεται ότι…: Έχω την ~ ότι συμφωνείς. Mου έδωσε / με άφησε με την ~ ότι θα ξανάρθει. Ποια ~ αποκόμισες / σχημάτισες από όσα είπε; Πόλεμος* / μάχη εντυπώσεων. || για γνώμη, ιδέα κτλ. που στηρίζεται στα φαινόμενα και όχι στην ουσία: Kαλλιεργώ εντυπώσεις. Δε μένει στις εντυπώσεις, αλλά εξετάζει την ουσία των φαινομένων.

[λόγ. < ελνστ. ἐντύπω(σις) -ση `αποτύπωση με χτύπημα΄ σημδ. γαλλ. impression]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες