Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντός [endós] επίρρ. : (λόγ.) μέσα, κυρίως σε θέση πρόθεσης, με γενική. ANT εκτός, έξω από. α. (τοπ.) μέσα σε ορισμένη περιοχή, τόπο, πραγματικό ή νοητό: ~ των ορίων. ~ πλαισίου. ~ των ορίων του νομού. ΦΡ ~ των τειχών*. || (γεωμ.) γωνίες ~, που σχηματίζονται μεταξύ δύο παράλληλων ευθειών που τέμνονται από τρίτη. ΦΡ ~, εκτός* και επί τα αυτά. β. (χρον.) κατά τη διάρκεια και πριν να λήξει ορισμένο χρονικό διάστημα: ~ δύο λεπτών. ~ της ημέρας. ~ μίας εβδομάδας. ~ προθεσμίας. || (έκφρ.) ~ ολίγου*. ~ μου, μέσα μου.
[λόγ. < αρχ. ἐντός]
[Λεξικό Κριαρά]
- εντός τα· έντος (τα — το).
-
- Τα εντόσθια, τα σωθικά:
- χύνω την κοιλίαν του και όλα τα εντός του (Διήγ. παιδ. 409)·
- εις του ψαριού το έντος (Ιμπ. 612).
[αρχ. επίρρ. εντός έναρθρο ως ουσ. Η χρ. ήδη αρχ.]
- Τα εντόσθια, τα σωθικά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντόσθια τα [endósθia] Ο40 : τα όργανα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή και θωρακική κοιλότητα ζώου, κυρίως σφαγίου· (πρβ. σπλάχνα, σωθικά).
[λόγ. < αρχ. ἐντόσθια]
[Λεξικό Κριαρά]
- εντόσθια τα.
-
- Εντόσθια:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 134v).
[αρχ. ουσ. εντόσθια. Η λ. και σήμ.]
- Εντόσθια: