Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντυπώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντυπώνω [endipóno] -ομαι Ρ1 : χαράζω, αποτυπώνω κτ. στο νου, στη μνήμη, στη φαντασία μου: Ό,τι θα ακούσεις να το εντυπώσεις καλά στο νου σου. || (συνήθ. παθ.): Mορφές που έχουν καλά εντυπωθεί στη μνήμη μας.

[λόγ. < αρχ. ἐντυπ(ῶ) -ώνω `αποτυπώνω εικόνα με σφραγίδα ή με ζωγραφική΄ σημδ. γαλλ. empreindre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες