Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντροπαλός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εντροπαλός, επίθ.· ντροπαλός.
  • Ντροπαλός:
    • (Σπαν. A 593).

[<ουσ. εντροπή κατά τα επίθ. σε αλός. Πβ. και αρχ. εντροπαλίζομαι. Ο τ. και σήμ. Η λ. και ο τ. στο Somav.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντροπαλός -ή -ό [endropalós] Ε1 : (λόγ.) ντροπαλός.

[λόγ. < μσν. εντροπαλός < εντροπ(ή) -αλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες