Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντριβή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντριβή η [endriví] Ο29 : (και ιατρ.) τρίψιμο της επιφάνειας του δέρματος για θεραπευτικό σκοπό (απορρόφηση φαρμακευτικής ουσίας, αύξηση της αιμάτωσης, ανακούφιση από πόνο κτλ.): Δυνατή / ελαφριά ~. ~ με οινόπνευμα.

[λόγ. < αρχ. ρ. ἐντρίβ(ω) `αλείφω με αρωματικές ουσίες΄ κατά το σχ.: τρίβω - τριβή απόδ. γαλλ. friction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες