Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντρέπομαι [endrépome] Ρ αόρ. εντράπηκα, απαρέμφ. εντραπεί : (λόγ.) ντρέπομαι.
[λόγ. < ελνστ. ἐντρέπομαι, αρχ. σημ.: `στρίβω πίσω, διστάζω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εντρέπομαι· αντρέπομαι· ντρέπομαι.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1) Ντρέπομαι, αισθάνομαι συστολή:
- Εντρέπομαι να σε το πω, κυρά μου, ότι αγαπώ σε (Ερωτοπ. 540).
- 2) Αισθάνομαι καταισχύνη:
- Ο Ιμπέριος εντρέπετον διά την δυστυχίαν (Ιμπ. 738).
- 1) Ντρέπομαι, αισθάνομαι συστολή:
- Β´ (Μτβ.) σέβομαι κάπ.:
- Ετούτος … αρχιερείς δεν εντρέπεται (Χίκα, Μονωδ. 128).
[αρχ. εντρέπομαι. Ο τ. αντρ‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ντρ‑ στο Somav. και σήμ.]
- Α´ Αμτβ.