Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντολοδόχος ο [endoloδóxos] Ο18 θηλ. εντολοδόχος [endoloδóxos] Ο35 : αυτός που δέχεται ή έχει δεχτεί να εκτελέσει ορισμένη εντολή. ANT εντολοδότης. || (ως επίθ.): ~ πρωθυπουργός, που έχει πάρει από τον ανώτατο άρχοντα την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και ασκεί τα καθήκοντα του πρωθυπουργού, αλλά δεν έχει λάβει ακόμη ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή.
[λόγ. εντολ(ή) -ο- + -δόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]