Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντευκτήριο το [endefktírio] Ο40 : αίθουσα που προορίζεται ειδικά για την κοινωνική συναναστροφή, συνάντηση, συγκέντρωση κτλ. των μελών ενός συλλόγου, σωματείου κτλ. και των επισκεπτών του· (πρβ. λέσχη): H δεξίωση θα γίνει στο ~ του συλλόγου. Aίθουσα εντευκτηρίου. Περνούσε τις ελεύθερες ώρες στο ~ του σωματείου, συζητώντας ή παίζοντας χαρτιά με τους παλιούς του συναδέλφους.
[λόγ. < αρχ. ἐντευκ- (ἔντευξις) `συνάντηση΄ -τήριον απόδ. αγγλ. meeting place ή γαλλ. salon de réunion]