Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενταφιασμός ο [endafiazmós] Ο17 : η ενέργεια του ενταφιάζω. α. (λόγ.) η τοποθέτηση νεκρού σε τάφο· ταφή: Tη στιγμή του ενταφιασμού του, ξέσπασαν σε λυγμούς. Tελετή ενταφιασμού, κηδεία. β. (για πργ.) τοποθέτηση πράγματος μέσα σε λάκκο, όρυγμα κτλ. και κάλυψή του με χώμα· ταφή: Ο ~ των σκουπιδιών / των πυρηνικών αποβλήτων. γ. (μτφ.): Ο ~ των ελπίδων, οριστική διάψευσή τους.
[λόγ.: α: ελνστ. ἐνταφιασμός `ετοιμασία για ταφή΄· β, γ: κατά τις σημ. της λ. ενταφιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενταφιασμός ο.
-
- Ταφή:
- την αποκαθήλωσιν … και τον θείον ενταφιασμόν του παναγίου σώματος (Ιστ. πατρ. 2022).
[μτγν. ουσ. ενταφιασμός. Η λ. και σήμ.]
- Ταφή: