Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενταφιάζω [endafiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) θάβω. α. τοποθετώ σώμα νεκρού σε τάφο: Είχε ζητήσει να τον ενταφιάσουν στο χώμα της πατρίδας του. β. (για πργ.) τοποθετώ κτ. μέσα σε λάκκο, όρυγμα κτλ. και το σκεπάζω με χώμα: Tα πυρηνικά απόβλητα ενταφιάζονται σε ειδικά επιλεγμένες περιοχές. γ. (μτφ.): Ενταφιάστηκαν οι ελπίδες μου / τα όνειρά μου, καταστράφηκαν, διαψεύστηκαν.
[λόγ.: α: ελνστ. ἐνταφιάζω `ετοιμάζω για ταφή΄· β, γ: σημδ. γερμ. begraben & αγγλ. bury]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενταφιάζω.
-
- Θάβω:
- κοιμητήρι, ένθα ενταφιάζονται πάντες οι καλογέροι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1388).
[μτγν. ενταφιάζω. Η λ. και σήμ.]
- Θάβω: