Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντατικοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντατικοποίηση η [endatikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εντατικοποιώ: Tο φοιτητικό κίνημα αντιδρά στα σχέδια εντατικοποίησης των σπουδών. ~ εργασίας / παραγωγής.

[λόγ. εντατικοποιη- (εντατικοποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες