Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντέλει [endéli] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) τελικά: Tι θα κάνουμε ~;
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν τέλει `στο τέλος της ζωής΄ σημδ. γαλλ. à la fin]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντέλεια η [endélia] Ο27 : κατάσταση απόλυτης τελειότητας· συνήθ. στην επιρρηματική έκφραση στην ~, απολύτως καλά, χωρίς καμιά έλλειψη, κανένα ψεγάδι κτλ.: Tα θέλει / τα τακτοποίησε / τα έκανε όλα στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐντέλεια]