Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσωμάτωση η [ensomátosi] Ο33 : α.ένωση, σύνδεση, συνένωση πράγματος με άλλο ή τοποθέτησή του ή ένταξή του μέσα σε άλλα έτσι, ώστε να αποτελεί κτ. το ενιαίο με αυτά και να χάνει την αυτοτέλειά του. β. ένταξη που επιφέρει ή αλλοίωση χαρακτηριστικών και εναρμόνιση ή υποταγή: H σταδιακή αποδυνάμωση του κινήματος διαμαρτυρίας και η τελική ενσωμάτωσή του στο / με το σύστημα· (πρβ. απορρόφηση).
[λόγ. < ελνστ. ἐνσωμάτω(σις) `ενσάρκωση΄ -ση κατά τη σημ. του ενσωματώνω]