Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσφράγιστος -η -ο [ensfrájistos] Ε5 : (λόγ.) κυρίως για έγγραφα που είναι κλεισμένα μέσα σε σφραγισμένο φάκελο· σφραγισμένος: Ενσφράγιστη προσφορά / εντολή.
[λόγ. < ελνστ. ἐνσφραγισ- (ἐνσφραγίζω) `αποτυπώνω σφραγίδα΄ -τος μτφρδ. γαλλ. cacheté]