Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενστικτώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενστικτώδης -ης -ες [enstiktóδis] Ε11 : α.ενστιγματικός. β. για οποιαδήποτε ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. που εκδηλώνεται περισσότερο ως αυθόρμητη εσωτερική παρόρμηση, παρά ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής νοητικής ή βουλητικής διαδικασίας· (πρβ. αυθόρμητος, ασύνειδος): ~ κίνηση / αντίδραση / κραυγή. ενστικτωδώς ΕΠIΡΡ: ~ έσκυψε το κεφάλι και δεν τον χτύπησαν.

[λόγ. ένστικτ(ον) -ώδης· λόγ. ενστικτώδ(ης) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες