Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενστικτώδης -ης -ες [enstiktóδis] Ε11 : α.ενστιγματικός. β. για οποιαδήποτε ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. που εκδηλώνεται περισσότερο ως αυθόρμητη εσωτερική παρόρμηση, παρά ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής νοητικής ή βουλητικής διαδικασίας· (πρβ. αυθόρμητος, ασύνειδος): ~ κίνηση / αντίδραση / κραυγή.
ενστικτωδώς ΕΠIΡΡ: ~ έσκυψε το κεφάλι και δεν τον χτύπησαν. [λόγ. ένστικτ(ον) -ώδης· λόγ. ενστικτώδ(ης) -ώς]