Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενστερνίζομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενστερνίζομαι [ensternízome] Ρ2.1β : αποδέχομαι με προθυμία και θέρμη μια ιδέα, άποψη κτλ. άλλου, πιστεύω βαθύτατα σ΄ αυτήν· ασπάζομαι, εγκολπώνομαι: Ενστερνίστηκε τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού. Είχε ενστερνιστεί τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του. ~ τις απόψεις / τις προτάσεις / τα αιτήματα κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ἐνστερνίζομαι & σημδ. γαλλ. embrasser]

[Λεξικό Κριαρά]
ενστερνίζομαι.
  • Αποδέχομαι πρόθυμα, «ασπάζομαι»:
    • ενστερνιζόμεθα τα άγια δόγματα (Μάρκ., Βουλκ. 3399).

[μτγν. ενστερνίζομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες