Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσταντανέ το [enstantané] Ο (άκλ.) : φωτογράφηση ή φωτογραφία στιγμιαίας εικόνας· στιγμιότυπο: Tράβηξε κάποια χαρακτηριστικά ~.
[λόγ. < γαλλ. instantané]