Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσταλάζω [enstalázo] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) σταλάζω. 1. ρίχνω, χύνω ποσότητα υγρού μέσα σε κτ. και κατά σταγόνες· χύνω σταγόνα σταγόνα. 2. (μτφ.) σιγά σιγά και συστηματικά καλλιεργώ σε κπ. ένα συναίσθημα, μια διάθεση, μια αντίληψη: Ενστάλαξαν στην ψυχή του το μίσος. Mας έχει ενσταλάξει την πίστη στον άνθρωπο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐνσταλάζω· 2: σημδ. γαλλ. instiller]