Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσπείρω [enspíro] Ρ αόρ. ενέσπειρα, απαρέμφ. ενσπείρει : (λόγ.) διαδίδω (συναίσθημα, γνώμη κτλ.) σε ένα σύνολο ατόμων· σπέρνω, σκορπίζω: Ενέσπειραν τον πανικό στο στράτευμα. Δε θα τους επιτρέψουμε να ενσπείρουν ανάμεσά μας υποψίες. H είδηση της νίκης ενέσπειρε πανικό στους εχθρούς και θάρρος στους φίλους.
[λόγ. < ελνστ. ἐνσπείρω `σπέρνω μέσα΄ σημδ. γαλλ. semer]