Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενσάρκωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενσάρκωση η [ensárkosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενσαρκώνω. 1. η υλική, σωματική έκφραση ιδέας, ιδιότητας κτλ., το να αποκτά κτ. αφηρημένο ή άυλο υπόσταση αντιληπτή κατά κάποιον τρόπο από τις αισθήσεις μας: H ~ της Δικαιοσύνης· (πρβ. προσωποποίηση). 2. (θεολ.) ενανθρώπηση: H ~ του Σωτήρος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνσάρκω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες