Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοχοποιώ [enoxopió] -ούμαι Ρ10.9 : εμφανίζω, θεωρώ ή κατηγορώ κπ. ως ένοχο αξιόποινης ή επιλήψιμης πράξης, του αποδίδω ιδιότητα ενόχου: Mη με ενοχοποιείς άδικα. Προσπάθησαν να τον ενοχοποιήσουν. Προσκόμισαν στοιχεία τα οποία ενοχοποιούν τον κατηγορούμενο. || Ενοχοποιήθηκε άδικα.
[λόγ. < ελνστ. ἐνοχοποιῶ `καταδικάζω΄ σημδ. γαλλ. inculper]