Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοχλητικός -ή -ό [enoxlitikós] Ε1 : που ενοχλεί άλλους. α. για πράξη, συμπεριφορά κτλ.: Ενοχλητικές επισκέψεις / ερωτήσεις. || Ενοχλητική φλυαρία. Ενοχλητικό θράσος / ύφος. Ενοχλητικοί τρόποι. β. για πρόσωπο: Ενοχλητικοί επισκέπτες. Πρόσεχε τι λες, γιατί άρχισες να γίνεσαι ~.
ενοχλητικά ΕΠIΡΡ ως το σημείο που γίνεται ενοχλητικός, τόσο πολύ ώστε να ενοχλεί: ~ φλύαρος / επίμονος. [λόγ. ενοχλη- (ενοχλώ) -τικός]