Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοφθαλμισμός ο [enofθalmizmós] Ο17 : (λόγ.) 1. (γεωπ.) τρόπος εμβολιασμού φυτών, κατά τον οποίο, σε σχισμή που γίνεται στο φλοιό (του εμβολιαζόμενου φυτού), προσαρμόζεται κομμάτι από βλαστό ή φλοιό (άλλου φυτού) με έναν οφθαλμό· μπόλιασμα με μάτι: Ο εμβολιασμός γίνεται συχνά με ενοφθαλμισμό. 2. (ιατρ.) η εισαγωγή ζωντανών μικροβίων ή κυτταρικού υλικού στον οργανισμό ή σε θρεπτικό υλικό, με τρόπο ανάλογο προς τον ενοφθαλμισμό στα φυτά (π.χ. με τυχαία ή σκόπιμη λύση της συνέχειας του δέρματος): H λύσσα μεταδίδεται με ενοφθαλμισμό. Ο δαμαλισμός επιτυγχάνεται με ενοφθαλμισμό.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἐνοφθαλμισμός· 2: σημδ. αγγλ. ή γαλλ. inoculation]