Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ενοριακός, επίθ.
-
- Που ανήκει στην ενορία:
- (Διάτ. Κυπρ. 50427).
[<ουσ. ενορία + κατάλ. ‑ακός. Η λ. το 1215 (LBG) και σήμ.]
- Που ανήκει στην ενορία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοριακός -ή -ό [enoriakós] Ε1 : που ανήκει σε ενορία: ~ ναός. Ενοριακό ταμείο / συμβούλιο. Ενοριακά κτήματα. Ενοριακή περιουσία.
[λόγ. < μσν. ενοριακός < ενορί(α) -ακός]