Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενορίτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενορίτης ο [enorítis] Ο10 θηλ. ενορίτισσα [enorítisa] Ο27 : ο πιστός ως μέλος εκκλησιαστικής ενορίας: Zήτησε από τους ενορίτες να συνδράμουν στην ανακαίνιση του ναού. Οι ενορίτες του Aγίου Γεωργίου ζητούν να διοριστεί νέος πρεσβύτερος.

[λόγ. ενορ(ία) -ίτης (πρβ. μσν. ενορίτης (ίδ. ετυμ.) `ενοριακός ιερέας΄)· λόγ. ενορίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
ενορίτης ο.
  • Ιερέας, προϊστάμενος ενορίας:
    • ο παπακυρ-Ιωάννης ο Μουρμούρης και ενορίτης της Αγίας Παρασκευής (Συναδ. φ. 18r).

[<ουσ. ενορία + κατάλ. ίτης. Η λ. το 13. αι. (Du Cange, LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες