Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενορία η [enoría] Ο25 : μικρή εκκλησιαστική περιφέρεια η οποία παίρνει το όνομά της από το ναό που είναι το λατρευτικό της κέντρο, καθώς και το σύνολο των πιστών - κληρικών και λαϊκών- που ανήκουν σ΄ αυτήν: H ~ του Aγίου Γεωργίου. H ~ αποτελεί τον πυρήνα και το κύτταρο της λατρευτικής και πνευματικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. || η περιοχή μιας ενορίας απλώς ως τόπος, συνοικία ή γειτονιά: Tα εκλογικά τμήματα της ενορίας του Aγίου Iωάννη.
[λόγ. < ελνστ. ἐνορία `επισκοπή, ενορία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενορία η· ανορία· ανοριά.
-
- 1) Περιοχή:
- επτά πόλεις μεγάλας και πολυανθρώπους με τας ενορίας των (Τρωικά 52912).
- 2) (Εκκλ.) ενορία:
- από την εκκλησία έξω με έβγαλαν και την ενορίαν μου επήραν (Συναδ. φ. 62ν).
[θηλ. του μτγν. επιθ. ενόριος ως ουσ. Ο τ. αν‑ και σήμ. κυπρ. Ο τ. ανοριά και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- 1) Περιοχή:
[Λεξικό Κριαρά]
- ενοριακός, επίθ.
-
- Που ανήκει στην ενορία:
- (Διάτ. Κυπρ. 50427).
[<ουσ. ενορία + κατάλ. ‑ακός. Η λ. το 1215 (LBG) και σήμ.]
- Που ανήκει στην ενορία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοριακός -ή -ό [enoriakós] Ε1 : που ανήκει σε ενορία: ~ ναός. Ενοριακό ταμείο / συμβούλιο. Ενοριακά κτήματα. Ενοριακή περιουσία.
[λόγ. < μσν. ενοριακός < ενορί(α) -ακός]