Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοποιώ [enopió] -ούμαι Ρ10.9 : ενώνω δύο ή περισσότερα σε ένα· (πρβ. συγχωνεύω, συνενώνω): Οι αρχαιολογικοί χώροι της Aθήνας θα αναδειχθούν καλύτερα, όταν ενοποιηθούν. H κυβέρνηση αποφάσισε να ενοποιήσει τα ασφαλιστικά ταμεία.
[λόγ. < αρχ. ἑνοποιῶ]