Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοποίηση η [enopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενοποιώ· η ένωση δύο ή περισσότερων σε ένα· (πρβ. συγχώνευση, συνένωση): H ~ των δύο Γερμανιών. H ~ των ιταλικών κρατιδίων. H ~ δύο χώρων σε έναν. Σχέδια για την ~ των αρχαιολογικών χώρων της Aθήνας. H ~ των ασφαλιστικών ταμείων. ~ φόρων.

[λόγ. ενοποιη- (ενοποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες