Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοικίαση η [enikíasi] Ο33 : η ενέργεια του ενοικιάζω· μίσθωση ή εκμίσθωση· νοίκιασμα: Ενοικιάσεις αυτοκινήτων / διαμερισμάτων / δωματίων.
[λόγ. ενοικια- (ενοικιάζω) -σις > -ση]