Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εννοιολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννοιολογικός -ή -ό [eniolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια· (πρβ. σημασιολογικός): Εννοιολογικό περιεχόμενο λέξης. Εννοιολογικό πλάτος / βάθος.

[λόγ. έννοι(α) 1 -ο- + -λογ(ία) -ικός κατά το σημα σιολογικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες