Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννιακοσιοστός -ή -ό [enakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εννιακόσια: Εννιακοσιοστή τρίτη σελίδα. Xιλιοστό εννιακοσιοστό ενενηκοστό πέμπτο έτος. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το εννιακοσιοστό, το ένα από τα εννιακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εννιακοσιοστό.
[λόγ. εννεακοσιοστός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το εννέα > εννιά]