Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννιάρι το [enári] Ο44 : σύνολο από εννιά ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα εννιά. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό εννιά και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εννιάρια.
εννιαράκι το YΠΟKΟΡ. [εννι(ά) -άρι]