Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννιάμερα τα [enámera] Ο41 : μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα ύστερα από το θάνατο κάποιου: Xτες κάναμε / είχαμε τα εννιάμερά του. (έκφρ.) του κώλου* τα ~. || γιορτή που γιορτάζεται εννιά μέρες ύστερα από την Kοίμηση της Θεοτόκου.
[μσν. εννιάμερα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. εννιάμερος < εννιά + μέρ(α) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- εννιάμερα τα· ’ναήμερα· ’νεάμερα· νιάμερα.
-
- 1) Διάστημα εννέα ημερών από το θάνατο κάπ. κατά το οποίο τηρείται βαρύ πένθος (Κουκ., ΒΒΠ Δ´ 225):
- πάντας ανθρώπους έκαμεν κι εκλαίγασιν μεγάλα, έως οπού ετέλειωσαν τα ’νεάμερα εκείνης (Διγ. Α 4264).
- 2) Μνημόσυνο που τελείται την ένατη μέρα έπειτα από το θάνατο κάπ.:
- να μου κάνουν μνημόσυνα καλά, ’ναήμερα, σαράντα (Ολόκαλος 15017).
[ουδ. του επιθ. εννιάμερος (πβ. ενναήμερος, LBG) στον πληθ. ως ουσ. Ο τ. νιά‑ και η λ. (Somav., εννειά‑) και σήμ.]
- 1) Διάστημα εννέα ημερών από το θάνατο κάπ. κατά το οποίο τηρείται βαρύ πένθος (Κουκ., ΒΒΠ Δ´ 225):