Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εννέα, αριθμητ.· εννία· εννιά· ’νιά.
-
- Εννιά:
- (Προδρ. IV χφ P 248-38 κριτ. υπ.), (Καραβ. 49311).
[αρχ. αριθμητ. εννέα. Η λ. και ο τ. ‑ιά και σήμ.]
- Εννιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννεα- [enea] & εννια- [e
a] & εννεά- [eneá] ή εννιά- [e á], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει εννέα από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εννεάγωνος, ~μελής, ~σύλλαβος, εννιάτομος· εννεάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί εννέα συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εννιαήμερος, εννιάμηνος· εννιάμερα· εννιάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία εννιά χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται εννιά φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ~πλάσιος, ~πλασιάζω. [λόγ. < αρχ. ἐννεα- θ. του αριθμτ. ἐννέα ως α' συνθ.: αρχ. ἐννεά-μηνος `(περίοδος) εννιά μηνών΄, ελνστ. ἐννεα-έτης `εννιά χρονών΄· μσν. εννια- < αρχ. ἐννεα- με αποφυγή της χασμ.: μσν. εννιά-μερα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννεάκις [eneákis] επίρρ. : α.(λόγ.) εννέα φορές. β. για το σχηματισμό αριθμητικών: ~ εκατομμύριο. ~ χιλιοστός.
[λόγ. < ελνστ. ἐννεάκις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννεακοσιοστός -ή -ό [eneakosiostós] Ε1 : (λόγ.) εννιακοσιοστός.
[λόγ. εννεακόσι(α) -οστός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννεαπλάσιος -α -ο [eneaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εννιά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το εννεαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εννεαπλάσιο.
εννεαπλάσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐννεαπλάσιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εννεαπλός -ή -ό [eneaplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α.που αποτελείται από εννέα όμοια, απλά μέρη: Εννεαπλό σκοινί. β. που γίνεται εννιά φορές διαδοχικά: Εννεαπλή σύγκρουση αυτοκινήτων. γ. που παρουσιάζεται με εννέα μορφές. 2. που είναι εννιά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος σε σχέση με κτ. που λαμβάνεται ως μέτρο· εννεαπλάσιος.
εννεαπλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εννέα -πλός]
[Λεξικό Κριαρά]
- εννεαπλώ· ενναπλώ.
-
- Πολλαπλασιάζω επί εννέα:
- το πρώτον τρίπλωσον, το δεύτερον εννεάπλωσον (Rechenb. (Vog.) 395).
[<επίθ. εννεαπλούς (LBG) + κατάλ. ‑όω]
- Πολλαπλασιάζω επί εννέα:
[Λεξικό Κριαρά]
- εννεάς η.
-
- Σύνολο από εννιά μονάδες:
- ως τας εννεάδας … βάστα εσύ δ´ (Rechenb. 449).
[μτγν. ουσ. εννεάς]
- Σύνολο από εννιά μονάδες: