Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενισχυτικός -ή -ό [enisxitikós] Ε1 : που ενισχύει: Ενισχυτικές δυνάμεις / προσπάθειες / ενέργειες. Παρουσίασε νέα στοιχεία, ενισχυτικά της πρότασής του.
[λόγ. ενισχύ(ω) -τικός]