Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενισχυτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενισχυτικός -ή -ό [enisxitikós] Ε1 : που ενισχύει: Ενισχυτικές δυνάμεις / προσπάθειες / ενέργειες. Παρουσίασε νέα στοιχεία, ενισχυτικά της πρότασής του.

[λόγ. ενισχύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες