Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενιαίος -α -ο [eniéos] Ε4 : που αποτελεί ένα όλο, μία ενότητα, που υπάρχει, είναι οργανωμένος, παρουσιάζεται, λειτουργεί, δρα κτλ. ως ένα: Ενιαίο μέτωπο. Ενιαίες συμμαχικές δυνάμεις. Ενιαία αλφαβήτιση ονομάτων και τοπωνυμίων. Οι ηγέτες όλων των δημοκρατικών οργανώσεων συμφώνησαν στη συγκρότηση ενός ενιαίου κόμματος.
ενιαία & (λόγ.) ενιαίως ΕΠIΡΡ κατά τρόπο ενιαίο. [λόγ. < ελνστ. ἑνιαῖος, ἑνιαίως]