Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενθύμιο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθύμιο το [enθímio] Ο40 : αντικείμενο το οποίο έχει κάποιος για να θυμάται και να αναπολεί κάποιες κατά κανόνα ευχάριστες στιγμές της ζωής, σουβενίρ· (πρβ. ενθύμημα): ~ φιλίας και αγάπης. Ενθύμια των μαθητικών μου χρόνων. Tι θα μου δώσεις για ~; Δίνω / χαρίζω / έχω / παίρνω / κρατώ κτ. για ~. Έβγαλα μερικές φωτογραφίες για ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἐνθύμιος `που βαραίνει στη σκέψη΄ κατά τη σημ. του ενθυμούμαι & σημδ. γαλλ. souvenir]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθύμιον το· ’θύμιον.
  • 1) Σκέψη:
    • ενθύμιον εξερευνά (ενν. ο Θεός) και διανοίας βλέπει (Σπαν. M 39).
  • 2) Καθετί που θυμίζει κ.:
    • μένει μ’ εσέν για ’θύμιον η καρδιά μου (Κυπρ. ερωτ. 625).

[μτγν. ουσ. ενθύμιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθύμιος η.
  • Υπόμνηση, υπόμνημα:
    • γράφεται και αυτή η ενθύμιος εις τον νοτάριον (Ελλην. νόμ. 53230).

[θηλ. του επιθ. ενθύμιος ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες