Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενθουσιώδης -ης -ες [enθusióδis] Ε11 : α.(για πρόσ.) που κατέχεται από ενθουσιασμό: ~ ομιλητής. Ενθουσιώδεις οπαδοί. Ενθουσιώδες ακροατήριο. || που εύκολα ενθουσιάζεται: ~ τύπος / χαρακτήρας. β. (για ενέργεια, εκδήλωση) που γίνεται με ενθουσιασμό ή που εκφράζει ενθουσιασμό· ενθουσιαστικός: ~ έπαινος. ~ υποδοχή. Ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. ~ υποστήριξη. ~ κριτική. Ενθουσιώδες άρθρο.
ενθουσιωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιώδης `εκστατικός΄ κατά τη σημ. της λ. ενθουσιασμός· λόγ. < ελνστ. ἐνθουσιωδῶς]