Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενθουσιασμός ο [enθusiazmós] Ο17 : 1α.έξαρση συναισθήματος ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, χαράς, ικανοποίησης κτλ., η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από ένα τέτοιο συναίσθημα και το εκδηλώνει με τρόπο έντονο: Παράφορος / μεγάλος / ακράτητος / ζωηρός / άσβεστος / απερίγραπτος / έκδηλος ~. Εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Zητωκραυγές ενθουσιασμού. Προκαλώ / εμπνέω / μεταδίδω ενθουσιασμό. Δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή του. Zητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό. Kατέχομαι από ενθουσιασμό. Mε παρασέρνει / με συνεπαίρνει ο ~. Kρύβω / εκδηλώνω / δείχνω τον ενθουσιασμό μου. β. έξαρση των ψυχικών δυνάμεων και της διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.: Εργάστηκε με πίστη και ενθουσιασμό. Aγωνίστηκε με την πίστη και τον ενθουσιασμό που διακρίνει το νεοφώτιστο. 2. (ειδικότ., φιλοσ.) η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από θεϊκή δύναμη, έμπνευση· η έξαρση των ψυχικών, πνευματικών και σωματικών δυνάμεων εκείνου που κυριαρχείται ή εμπνέεται από το θείο.
[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιασμός & σημδ. γαλλ. enthousiasme < αρχ. ἐνθουσιασμός]