Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενθαρρυντικός -ή -ό [enθarindikós] Ε1 : που γίνεται για να ενθαρρύνει, που ενθαρρύνει· που προδιαγράφει μια καλή προοπτική ή εξέλιξη, που μας επιτρέπει ή μας κάνει να αισιοδοξούμε· εμψυχωτικός. ANT αποθαρρυντικός: Ενθαρρυντικοί λόγοι. Ενθαρρυντικές υποσχέσεις / συμβουλές. Ενθαρρυντικές ειδήσεις / ενδείξεις. Ενθαρρυντικά αποτελέσματα / συμπεράσματα. Tα τελευταία στοιχεία δεν είναι, δυστυχώς, τόσο ενθαρρυντικά για την πορεία της οικονομίας μας.
ενθαρρυντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ενθαρρύν(ω) -τικός]