Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενημερότητα η [enimerótita] Ο28 : η ιδιότητα του ενήμερου. || Πιστοποιητικό / βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας ή φορολογική ~, έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο λογαριασμός για φόρους που οφείλει κάποιος είναι ενήμερος: Δεν μπορεί να πάρει δάνειο, γιατί η εφορία δεν του δίνει φορολογική ~.
[λόγ. ενήμερ(ος) -ότης > -ότητα]