Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενημέρωση η [enimérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενημερώνω. 1. πληροφόρηση, κατατοπισμός κάποιου για πρόσφατα συμβάντα ή γεγονότα, μεταβολές, εξελίξεις: Zητώ ~, ζητώ να ενημερωθώ. Έχω ~, ενημερώνομαι ή έχω ενημερωθεί. Έγκαιρη / καθημερινή / επίσημη / ανεπίσημη ~. H ~ της κοινής γνώμης. Mέσα μαζικής* ενημέρωσης ή μαζικά* μέσα ενημέρωσης. 2. η καταγραφή, καταχώριση των τελευταίων μέχρι στιγμής συμβάντων, μεταβολών κτλ. σε ειδικό βιβλίο ή κατάλογο: ~ λογιστικού βιβλίου / λογαριασμού / καταλόγου / μητρώου.
[λόγ. ενημερω- (δες ενημερώνω) -σις > -ση]